γύψος

γύψος
Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως υαλώδης. Οι κρύσταλλοί του έχουν κυρίως πρισματική μορφή και μερικές φορές οι ακμές του είναι ελαφρά κυρτές σαν λόγχη, ενώ άλλοτε είναι βελονοειδείς, ινώδεις, παχυτραπεζώδεις, φακοειδείς με έντονα καμπυλωμένες έδρες. Απαντώνται επίσης συχνά οι δίδυμοι κρύσταλλοι, που από το σχήμα τους πήραν την ονομασία δίδυμοι της ουράς χελιδονιού. Σχηματίζει συχνά τα ονομαστά ρόδα της ερήμου, που τα συναντούμε σε έρημες και άνυδρες περιοχές (Σαχάρα κλπ.). Μία πολύτιμη ποικιλία γ. είναι το αλάβαστρο, λεπτοκοκκώδης έως στιφρή, σε λευκό χρώμα. Ο γ. είναι το πιο διαδεδομένο θειικό άλας στη φύση και βρίσκεται ως χημικό ίζημα σε πολλά κοιτάσματα ορυκτού άλατος μαζί με ανυδρίτη, άργιλο κλπ., γιατί, καθώς είναι δυσδιάλυτο στο νερό, είναι από τα πρώτα ορυκτά που κρυσταλλώνονται μέσα στα διαλύματα. Βρίσκεται επίσης σε θειούχα κοιτάσματα, ως προϊόν εξαλλοίωσης αυτών των ίδιων. Υπάρχει όμως και ως αυτοτελές πέτρωμα στη φύση, σε μεγάλες στρωσιγενείς μάζες, που μερικές φορές περιέχουν και δολομίτη, αραγονίτη, βαρακίτη. Στην Ελλάδα υπάρχουν αρκετά κοιτάσματα γ. μέσα σε νεογενή στρώματα στην Κέρκυρα, στη Ζάκυνθο, στο Μεσολόγγι και στην Κρήτη. Κοιτάσματα αλάβαστρου, αρκετά πλούσια, υπάρχουν στην Κρήτη και στην Πάρο. Όταν πυρωθεί σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 120°C ο γ. εκλύει νερό, λιγότερο ή περισσότερο ανάλογα με τη θερμοκρασία, η οποία προκαλεί βαθιές μετατροπές. Μετατρέπεται δηλαδή σε ένα προϊόν λευκό και εύθρυπτο, που διατηρεί όμως την ιδιότητα να ανακτά το νερό της κρυστάλλωσης, το οποίο έχασε κατά τη θέρμανση. Το μείγμα που προκύπτει, αν πλαστεί με μια ποσότητα νερού έχει την ιδιότητα να πήζει αρκετά γρήγορα, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται αισθητά ο όγκος του. Τρόπος παρασκευής γ.Ο γ., αφού αλεστεί πολύ, τοποθετείται μέσα σε φούρνους που έχουν καζάνια από σίδηρο, χυτοσίδηρο ή και περιστρεφόμενους (ανάλογους με αυτούς που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή του τσιμέντου), όπου, αφού ψηθεί στους 120-130°C, προκύπτει ο ημιένυδρος γ., που διατηρεί το 5% του νερού (CaSO4 · 1/22H2O). Ο γ. αυτός είναι γρήγορης πήξης και χρησιμοποιείται για μαρμαροκονιάματα, προπλάσματα, διακοσμήσεις, ανάλογα με την καθαρότητα και τη λεπτότητα του προϊόντος. Σε μεγαλύτερη θερμοκρασία, 200-300°C, προκύπτει ο κοινός βιομηχανικός γ. που έχει αποβάλει τελείως το νερό του, όχι όμως και την ιδιότητα της ανάκτησης των δύο μορίων ύδατος που έχασε. Πήζει αρκετά γρήγορα και χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία. Σε θερμοκρασία 300-500°C λαμβάνεται ο υδραυλικός γ. με πιο αργή πήξη, που χρησιμοποιείται στην παρασκευή των τσιμέντων, γιατί είναι ανθεκτικός. Ο γ. αυτός πλάθεται με ίσο προς αυτόν όγκο νερού. Τέλος, σε θερμοκρασία μεγαλύτερη από 500°C, λαμβάνουμε τον νεκρό γ. που χάνει την ιδιότητα της επαναπρόσληψης νερού και χρησιμοποιείται σε μαρμαροκονιάματα και τσιμέντα. Χρήσεις του γ.Στις ιδιότητες του γ. βασίζεται η τόσο διαδεδομένη χρήση του στη δομική, στις γύψινες διακοσμήσεις, για προπλάσματα, για εκμαγεία· χρησιμοποιείται επίσης στη χαρτοποιία, στη βιομηχανία χρωμάτων, στην τυπογραφία, στα μαρμαροκονιάματα, στα αμμοκονιάματα κ.α. (Ιατρ.) Ο γ. χρησιμοποιείται στην ιατρική με τη μορφή ειδικών επιδέσμων (γυψοταινίες) για ακινητοποίηση τμημάτων του σώματος· η χρησιμοποίησή του είναι πιο συχνή στην τραυματολογία και λιγότερο σε περιπτώσεις παραμορφώσεων και νόσων των οστών. Οι γυψοταινίες κατασκευάζονται από αμυλούχα γάζα και σκόνη γ.· πριν από την επίδεση βρέχονται μέσα σε νερό και στη συνέχεια εφαρμόζονται στην πάσχουσα περιοχή, η οποία έχει καλυφθεί προηγουμένως με βαμβάκι. Η επίδεση γίνεται στερεά και άκαμπτη με στέγνωμα του γ., σε χρόνο που ποικίλλει ανάλογα με το πάχος της περίδεσης και ανάλογα με το αν έχουν προστεθεί, κατά την κατασκευή των γυψοταινιών, ουσίες που καθυστερούν ή επιταχύvoυν ολόκληρη τη διαδικασία. (Τέχν.) Ο γ. εκτός από τις διάφορες μικρότερης σημασίας χρήσεις του στην τέχνη, όπως η κατασκευή προπλασμάτων, εκμαγείων κ.ά., αποτελεί το βασικό υλικό των ανάγλυφων διακοσμήσεων των τοίχων, των γυψώσεων όπως συνήθως ονομάζονται. Οι γυψώσεις, αν και σήμερα χρησιμοποιούνται ελάχιστα και προσφέρονται τυποποιημένες από την οικοδομική βιομηχανία, άλλοτε ήταν ευρύτατα διαδεδομένες, κατασκευάζονταν με διάφορα υλικά και τεχνικές, έγιναν μάλιστα και χαρακτηριστικό διακριτικό στοιχείο ορισμένων ρυθμών. Πρόγονοι των γυψώσεων μπορούν να θεωρηθούν τα τοιχανάγλυφα του μινωικού ανακτόρου της Κνωσού, που χρονολογούνται περίπου το 1600 π.Χ. (κεφαλή ταύρου από σκηνή ταυροκαθαψίων, μουσείο Ηρακλείου Κρήτης). Παρά τις πληροφορίες των πηγών ότι οι γυψώσεις ήταν γνωστές και διαδεδομένες στον ελληνικό κόσμο κατά την ελληνιστική περίοδο, δεν έχουν βρεθεί σχετικά τεκμήρια. Μεγάλη χρήση αναγλύφων από κονίαμα γινόταν στην Ετρουρία, όπως μαρτυρεί εκτός των άλλων ο γνωστός Τάφος των Γυψώσεων στο Τσερβετέρι. Η ρωμαϊκή τέχνη χρησιμοποιούσε συχνά το είδος αυτό σε διακοσμήσεις τόξων και εξωτερικών επιφανειών των κτιρίων (Πομπηία). Η χρήση τους συνεχίστηκε στον Μεσαίωνα με αποτελέσματα υψηλής συνήθως καλλιτεχνικής στάθμης. Toν 15o αι. οι γυψώσεις επανεμφανίστηκαν στα γκροτέσκα και στις κλασικίζουσες διακοσμήσεις της σχολής του Ραφαήλ και του Τζοβάνι ντα Ούντινε (βασιλική αίθουσα και στοές του Μπελβεντέρε στο Βατικανό), τις οποίες ο Τζούλιο Ρομάνο αντέγραψε στο ανάκτορο Τε στη Μάντοβα, απ’ όπου ο Πριματίτσιο –που είχε ίσως εργαστεί εκεί– εμπνεύστηκε τις πολυτελείς διακοσμήσεις του Φοντενεμπλό. Ο συρμός των γυψώσεων διαδόθηκε από την Ιταλία στη Γερμανία και προσαρμόστηκε στην ογκωδέστερη αναγεννησιακή αρχιτεκτονική της (μέγαρο Φούγκερ στο Άουγκσμπουργκ). Στη Ρώμη ενδιαφέρουσες είναι ακόμα οι διακοσμήσεις του Πίρο Λιγκόριο στην έπαυλη του πάπα Πίου Δ’ στο Βατικανό. Την τεχνική και τα μοτίβα της σχολής της Ρώμης μετέφεραν οι συνεργάτες του Περίν ντελ Βάγκα στο ανάκτορο Ντόρια στη Γένοβα και ο ίδιος ο Τζοβάνι ντα Ούντινε στη Βενετία, όταν διακόσμησε το μέγαρο Γκριμάνι. Αλλά οι ωραιότερες γυψώσεις της Βενετίας οφείλονται στο Γιάκοπο Σανσοβίνο και στους συνεργάτες του, που διακόσμησαν τη Χρυσή Κλίμακα του Ανακτόρου των Δόγηδων, ίσως μάλιστα στον ίδιο τον Σανσοβίνο θα πρέπει να αποδοθεί το σχέδιο των γυψώσεων και στην Κλίμακα των Τεσσάρων θυρών που εναλλάσσονται αρμονικά με τα ζωγραφικά έργα του Τιτσιάνο και του Τιντορέτο. Toν 17o και τον 18o αι. δείγματα της γύψινης διακόσμησης σε στυλ ροκοκό εμφανίστηκαν στη Γερμανία και διακρίθηκαν σε δύο διαφορετικούς τύπους: του βορρά (γυψώσεις του πύργου Σαν Σουσί των χρόνων του Φρειδερίκου του Μεγάλου) με συντηρητικές κλασικίζουσες γαλλικές επιδράσεις και του νότου με έκδηλα αλλά πολύ πιο τονισμένα και πλούσια τα ιταλικά στοιχεία (γυψώσεις του Άσαμ στη μοναστηριακή εκκλησία του Οστερχόφεν). Στην Ιταλία ο Πιρανέζι, με τις διακοσμήσεις της Σάντα Μαρία ντελ Πριοράτο στη Ρώμη, σημείωσε τη μετάβαση προς το νεοκλασικό στιλ που κορυφώθηκε στην Αγγλία με τις λεπτότατες γυψώσεις του Άνταμ και στη Γαλλία του Μπελανζέ. Τον 19o αι. με την επικράτηση του εκλεκτικισμού, η ανάγλυφη διακόσμηση δανείστηκε μοτίβα και ρυθμούς από παρωχημένες εποχές. Στον 20ό αι., εκτός από μια φευγαλέα εμφάνισή της στην αρχιτεκτονική του Νέου Ρυθμού, φάνηκε ότι εξάντλησε τον λόγο ύπαρξής της τουλάχιστον στον τομέα της τέχνης. Τμήμα του λεγόμενου «τόξου της κληματίδας» στον ναΐσκο της Σάντα Μαρία ιν Βάλε, στο Τσιβιντάλε της Ιταλίας, λογγοβαρδικής τέχνης (8ος-9ος αι.) (φωτ. Pinna και Tomsich) Ο πλουσιότατος γύψινος επίχρυσος διάκοσμος της εκκλησίας του Αγίου Φραγκίσκου (18ος αι.) στο Σαλβαδόρ της Βραζιλίας (φωτ. Igda). Κρύσταλλοι γύψου ενωμένοι σχηματίζουν το «ρόδο της ερήμου». Η μορφή αυτή κοιτάσματος γύψου είναι τυπική των άνυδρων περιοχών. Κρύσταλλος γύψου, με το χαρακτηριστικό μονοκλινικό σχήμα· το ορυκτό αυτό είναι το περισσότερο διαδεδομένο θειικό άλας στη φύση. Η γυψοθήκη του πανεπιστημίου της Ρώμης, η οποία ιδρύθηκε το 1886, περιέχει πολλά εκμαγεία έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Οι κυριότερες συλλογές του είδους αυτού καταρτίστηκαν τον 19o αι. για εκπαιδευτικούς σκοπούς και για να υποβοηθήσουν την αρχαιολογική έρευνα (φωτ. Igda).
* * *
και ύψος, ο (AM γύψος)
συνηθισμένο θειικό ορυκτό, μεγάλης εμπορικής σημασίας, που αποτελείται από ένυδρο θειικό ασβέστιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λέξη σημιτικής προέλευσης (πρβλ. ακκαδ. gassu, αραμ. gassā «γύψος»).
ΠΑΡ. γύψινος, γυψώνω (Α -ώ)
μσν.
γυψίον
μσν.- νεοελλ.
γυψώδης
νεοελλ.
γυψάδικο, γυψάς.
ΣΥΝΘ. μσν.-νεοελλ. γυψοειδής, γυψοπλάστης
νεοελλ.
γυψοκάμινος, γυψόκολλα, γυψοκονία, γυψοκονίαμα, γυψόκονις, γυψόλιθος, γυψομάρμαρο, γυψοπλαστική, γυψοποιός, γυψοπώλης, γυψοσανίδα, γυψουργός, γυψωρυχείο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γύψος — chalk fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύψος — ο 1. ορυκτό ένυδρο θειικό ασβέστιο. 2. φρ., «Μας έβαλαν στο γύψο», μας στέρησαν από κάθε ελευθερία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γύψοιο — γύψος chalk fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύψον — γύψος chalk fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύψου — γύψος chalk fem gen sg γυψόω rub with chalk pres imperat act 2nd sg γυψόω rub with chalk imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύψῳ — γύψος chalk fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκμαγείο — Κατασκεύασμα από εύπλαστο υλικό που στερεοποιείται, αφού πρώτα αποτυπωθεί πάνω σε αυτό η μορφή ενός στερεού σώματος· χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιστού αντιτύπου ή αντιτύπων του σώματος αυτού. Λέγεται επίσης και μήτρα, τύποςκαλούπι. Η λέξη… …   Dictionary of Greek

  • γυψόκονις — η γύψος σε σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γύψος + κόνις. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη (πρβλ. γυψοκονία)] …   Dictionary of Greek

  • πετρώματα — Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι ορυκτολογικές συγκεντρώσεις, που αποτελούν βασικά τμήματα της λιθόσφαιρας (γήινος φλοιός)· τα π. έχουν σχηματιστεί γενικά από τη συνένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών ορυκτών· υπάρχουν βέβαια και… …   Dictionary of Greek

  • гипс — вероятно, из нем. Gips от лат. gipsum, греч. γύψος …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”